29.9.13

CHVRCHES - The Bones Of What You Believe

Είδος:  Synthpop  /  Electropop
Κυκλοφορεί:  23 Σεπτεμβρίου 2013


     Οι Βρετανοί CHVRCHES, πέρα από το ότι κατέκτησαν την πέμπτη θέση στο BBC Sound Of 2013, έχουν καταφέρει με αυτό εδώ το ντεμπούτο τους να αποσπάσουν θετικότατες γενικά κριτικές, κάνοντας ορισμένους να μιλούν για τον pop δίσκο της χρονιάς.
     Το Indiego Sound, χωρίς να διαφωνεί κάθετα σε αυτό, διαχωρίζει λίγο τη θέση του, βλέποντας το "The Bones Of What You Believe" περισσότερο σαν μια χαμένη ευκαιρία, παρά σαν το pop διαμάντι για το οποίο γίνεται λόγος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όλη παραγωγή είναι άψογη, ούτε ότι ηλεκτρονική μουσική των CHVRCHES κρύβει στιγμές βάθους που υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο indie/synthpop δημιούργημα του σήμερα. Ωστόσο, το συγκρότημα δείχνει να φοβάται να επενδύσει κατ' αποκλειστικότητα σε αυτού του είδους την ποιότητα, γεμίζοντας έτσι το album με πιασάρικα στοιχεία και ποντάροντας συχνά στην ασφάλεια του τετριμμένου. Η ζυγαριά γέρνει προς τη δεύτερη πλευρά και το αποτέλεσμα είναι ένα παράξενο μίγμα ουσίας και ελαφρότητας, που τελικά αφήνει τη δημιουργική φαντασία ημι-ακρωτηριασμένη και το τελικό έργο κάπως μετέωρο: πολύ προσεγμένο για να το αγνοήσεις, αλλά πολύ ασφαλές για να σε σημαδέψει.
     Έτσι, οι Βρετανοί ουσιαστικά αναλώνονται σε μια χρυσή (μεν) μετριότητα (δε) με ημερομηνία λήξης, χάνοντας την ευκαιρία να μπουν στην pop ελίτ, όπως πριν τέσσερα χρόνια είχαν καταφέρει οι πιο τολμηροί La Roux.

Βαθμολογία:  6½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
The Mother We Share
, Tether , Recover , Night Sky

26.9.13

Keep Shelly In Athens - At Home

Είδος:  Electronic  /  Chillwave  /  Dream Pop
Κυκλοφορεί:  16 Σεπτεμβρίου 2013


     Οι κάτοικοι της Κυψέλης γνωρίζουμε καλύτερα από τον οποιονδήποτε τι εστί Κυψέλη εν έτει 2013. Κάθε γωνιά της γειτονιάς αυτής αποπνέει εγκατάλειψη και μαρασμό. Πάνω από κάθε δρόμο, πλατεία και πάρκο αιωρείται η αλλόκοτη μελαγχολία του περασμένου μεγαλείου. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες, που μαζί με τους μετανάστες αποτελούν τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, είναι οι τελευταίοι φορείς της ιστορίας της περιοχής. Όταν φύγουν από τη ζωή, μαζί τους θα χαθούν και οι τελευταίες ζωντανές μνήμες της ένδοξης Κυψέλης, τότε που έσφυζε από νέες οικογένειες και καλλιτέχνες και αποτελούσε βασικό κέντρο της Αθηναϊκής ζωής. Της εποχής, δηλαδή, που η περιοχή δεν ήταν σύμβολο της συγκατάβασης σε μια καθημερινότητα γκρίζα και αποστειρωμένη, την καθημερινότητα του βιοπαλαιστή και της γυναίκας της γειτονιάς.
     Αν ισχύει η θεωρία ότι ο άνθρωπος γίνεται κομμάτι του περιβάλλοντός του, είναι αξιοθαύμαστο το πώς το δίδυμο από την Κυψέλη έχει αποτινάξει από πάνω του κάθε ίχνος από τη αυτή τη μιζέρια του τόπου του. Η Sarah P και ο RΠЯ είναι δυο παιδιά φιλόδοξα, με ανοιχτούς ορίζοντες που υπερβαίνουν τα σύνορα όχι μόνο της Κυψέλης, αλλά της Ελλάδας ολόκληρης, όπως είχε φανεί από την αρχή. Και αυτό ήταν αρκετό για να κερδίσουν το ελληνικό κοινό από τα πρώτα τους κιόλας βήματα. Ποιος δε φούσκωσε από υπερηφάνεια όταν το Pitchfork προέβαλλε τα EP τους ή όταν εμφανίστηκαν στο Coachella το 2012; Ποιος δεν εύχεται να υπάρξουν και άλλα ελληνικά συγκροτήματα που να πετύχουν κάτι ανάλογο;
     Τρία χρόνια μετά τη γέννησή τους, το ουσιαστικό ντεμπούτο τους έρχεται για να επιβεβαιώσει ότι οι Keep Shelly In Athens αποτελούν μία από τις λίγες σοβαρές φωνές στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής της Ελλάδας. Είναι ένας δίσκος συνειδητοποιημένος, δουλεμένος και καλαίσθητος. Αφουγκράζεται τον παλμό της νέας μουσικής δεκαετίας, πατώντας την ίδια στιγμή και σε βάσεις από παλαιότερες μορφές της electronica και της pop εν γένει. Ενστερνίζεται μια ονειρική νωχελικότητα και μια νοσταλγική ατμοσφαιρικότητα, οι οποίες υπογραμμίζονται από τα άψογα φωνητικά της Sarah P, που ταιριάζουν γάντι στο είδος.
     Η τραγουδοποιία των Keep Shelly In Athens, αν και στέκεται σταθερά πάνω από τη βάση, εμπεριέχει και ένα από τα δύο μειονεκτήματά τους. Η αποκωδικοποίηση της μουσικής τους, η απομόνωση, δηλαδή, του μουσικού πυρήνα από το όμορφο ηχητικό περίβλημα, φανερώνει ενίοτε κομμάτια με αρετές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις προδίδει κάποιες συνθετικές αδυναμίες. Κομμάτια όπως τα ζωηρά Recollection και Oostende, το Sails με την ηλεκτρονική dream pop του ή το τετριμμένο αλλά δυνατό Stay Away, έχουν ισχυρή μελωδική βάση και είναι ολοκληρωμένα σαν συνθέσεις. Στον αντίποδα όμως, ο υπόλοιπος δίσκος υποφέρει από φτωχές μελωδίες και ιδέες που μοιάζουν ημιτελείς στην υλοποίησή τους. Εδώ, βέβαια, υπάρχει ο αντίλογος ότι το αρμονικό αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητα το ζητούμενο, ιδιαίτερα σε ατμοσφαιρικές μουσικές, όπου το παιχνίδι παίζεται συχνά στον ήχο. Στο ζήτημα αυτό υπεισέρχεται ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή τι είναι αυτό που αναζητά κανείς στη μουσική που ακούει.
     Το έτερο μελανό σημείο στην υπόθεση Keep Shelly In Athens είναι τα ερωτηματικά που προκύπτουν ως προς τη γνησιότητα της μουσικής τους ταυτότητας. Μπορεί να ακούγονται μια χαρά σε αυτό που κάνουν, ωστόσο ούτε ιδιαίτερος προσωπικός χαρακτήρας υπάρχει, ούτε ακούμε κάποια τόσο εξαιρετική απόδοση των ήδη γνωστών μας ήχων. Πώς να συναγωνιστούν την πρωτοτυπία των εξίσου φρέσκων Purity Ring ή τη δημιουργική φαντασία των Still Corners; Η παρουσία τους στο μουσικό χάρτη της ηλεκτρονικής σκηνής είναι αξιοπρεπέστατη, αλλά όχι και σημείο αναφοράς, για την ώρα τουλάχιστον.
     Πάντως, παρά τους όποιους περιοριστικούς παράγοντες, το "At Home" παραμένει ένας αξιοπρόσεκτος δίσκος όχι μόνο για τους συμπατριώτες της μπάντας, αλλά για τους φίλους του είδους γενικότερα. Το ντεμπούτο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τον προάγγελο κάποιας εξαιρετικής δουλειάς, εάν οι Keep Shelly In Athens λύσουν τα ζητηματάκια που τους κρατάνε πίσω. Εμείς θα τους ευχηθούμε ο χρόνος να τους δικαιώσει και όχι να τους προδώσει, όπως διατείνονται στο πρώτο κομμάτι του album, και η πορεία τους να είναι εξίσου ανοδική με την ατελείωτη ανηφόρα της οδού Κρέσνας του τελευταίου κομματιού...

Βαθμολογία:  6

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Oostende
, Recollection , Stay Away , Sails

22.9.13

Bill Callahan - Dream River

Είδος:  Folk  /  Alternative Rock
Κυκλοφορεί:  16 Σεπτεμβρίου 2013


     Ανάμεσα στο χάος της σημερινής ανεξάρτητης σκηνής, που κατακλύζεται από μπάντες "πυροτεχνήματα" και μουσικά trends της διετίας, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία καλλιτεχνών. Των καλλιτεχνών οι οποίοι βγάζουν σταθερά καλές δουλειές που δεν περνούν μεν απαρατήρητες, ωστόσο ποτέ δεν προβάλλονται όσο τους αξίζει, ούτε καταφέρνουν να γίνουν γνωστοί σε ένα φάσμα ευρύτερο από αυτό των τυπικών μουσικόφιλων.
     Ο Bill Callahan είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας. Ο νέος δίσκος του, όπως και όλοι όσοι κυκλοφόρησε στη μετά Smog εποχή, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα γραφής, που όμως είναι αμφίβολο ότι θα ακουστεί όσο του αναλογεί. Πρόκειται για τα γνωστά ηλεκτρικά folk, που πατούν με το ένα πόδι στην americana και με το άλλο στην alternative rock της σχολής του Nick Cave. Οι ηλεκτρικές κιθάρες ηχούν σιγανά και σεμνά, αποτελώντας ωστόσο τα βασικότερα στοιχεία της ενορχήστρωσης. Τα κρουστά είναι αραιοβαλμένα και λιγομίλητα, ενώ μερικές πινελιές από βιολιά και λίγα πνευστά συμπληρώνουν διακριτικά την ηχητική παλέτα.
     Αυτό, βέβαια, που έχει συνήθως τον πρώτο λόγο δεν είναι η μουσική, αλλά το στιχουργικό/φωνητικό κομμάτι, γεγονός στο οποίο λειτουργεί καταλυτικά η σχετικά λιτή ενορχήστρωση. Αυτό από τη μία είναι θετικό, δεδομένου ότι στιχουργικά τα κομμάτια είναι πραγματικά αξιόλογα, γεμάτα με έξυπνες γραμμές. Από την άλλη όμως, δεν είναι λίγες οι στιγμές που νιώθεις ότι οι μελωδίες δεν σε καλύπτουν. Τα μισά περίπου κομμάτια του album έχουν αδύναμη μελωδική γραμμή, μοιάζουν κάπως ημιτελή στον τομέα αυτόν.
     Παρά τις ατέλειές του, όμως, το "Dream River" είναι δίσκος γοητευτικός. Ατμοσφαιρικός, καλαίσθητος και ουσιαστικός. Είναι ένας ακόμα καλός δίσκος από έναν καλλιτέχνη που παραμένει πιστός στις αξίες του.   

Βαθμολογία:  8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
The Sing , Small Plane , Ride My Arrow

19.9.13

The 1975 - The 1975

Είδος:  Indie Pop  /  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  2 Σεπτεμβρίου 2013


     Οι 1975 είναι ένα νέο συγκρότημα από το Manchester και πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Πρόκειται για ένα από τα δεκάδες βρετανικά indie συγκροτήματα που βγαίνουν κάθε χρόνο, τα οποία πλασάρουν έναν safe ήχο που "περνάει" στα αυτιά των ημι-εναλλακτικών και των hipsters, χωρίς όμως να γυρίζει την πλάτη του και στο ευρύ κοινό.
     Κάποια από αυτά τα σπρωγμένα συγκροτήματα (π.χ. οι Two Door Cinema Club) βγάζουν καλές δουλειές, όμως τα περισσότερα περιορίζονται σε μετριότητες (ή και ηλιθιότητες) που μπορεί και να κάνουν κάποια επιτυχία, αλλά ξεχνιούνται πάνω στο εξάμηνο. Τέτοια περίπτωση είναι και οι 1975, των οποίων το album είναι άνετα ένα από τα πιο βαρετά που ακούσαμε φέτος.
     Ο ήχος της μπάντας θυμίζει σε σημεία πολλές άλλες (Foals, Phoenix, Killers, Kings Of Leon, The Big Pink, Bloc Party, Swim Deep κ.ά.), αλλά πουθενά -κυριολεκτικά πουθενά- δεν υπάρχει κάτι δικό τους. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος αυθεντικότητας και γνήσιας έμπνευσης, παρά μόνο ένα ασφαλές κολάζ ιδεών αλλονών, πακεταρισμένο με μια okay αισθητική και κομμάτια τα οποία στην καλύτερη περίπτωση θα την έβγαζαν για δύο σεζόν στην playlist του H&M.
     Για καλές συνθέσεις, ούτε λόγος. Είναι απερίγραπτο το πόσο επιφανειακά αντιμετωπίζουν την indie, με πόση ελαφρότητα αποδίδουν ιδέες που μεγάλες μπάντες έχουν καθιερώσει. Το συμπαθητικό και κολλητικό Sex δεν είναι ικανό να στηρίξει μόνο του ολόκληρο δίσκο, ο οποίος μάλιστα περιέχει 16 κομμάτια, λες και ήταν τόσο καλό το υλικό τους που δεν ήξεραν τι να εξαιρέσουν! Και ειλικρινά, στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου η μπάντα ακούγεται σαν μια indie εκδοχή των One Direction - τέτοιο είναι το βάθος τους.
     Εν ολίγοις, η όποια απήχηση μπορεί να έχει στο όποιο κοινό αυτός ο δίσκος, είναι αμφίβολο ότι θα αντέξει στο χρόνο. Όπως αμφίβολο είναι και το να δούμε κάτι καλό από τους 1975 στο μέλλον. Έχουν ήδη καταστήσει ξεκάθαρη τη θέση που διεκδικούν στο μουσικό χάρτη.

Βαθμολογία:  4½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
The City
, Chocolate , Sex

17.9.13

MGMT - MGMT

Είδος:  Neo-psychedelia
Κυκλοφορεί:  16 Σεπτεμβρίου 2013

 
     Το νέο album των MGMT είναι ένα ακόμη επεισόδιο διχασμού στο σίριαλ των "αμφιλεγόμενων albums", που το 2013 προσφέρει σε τόση αφθονία. Αν ο δεύτερος δίσκος "Congratulations" (2010) απογοήτευσε το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που το συγκρότημα μάζεψε χάρη στο λατρεμένο εκείνο ντεμπούτο, τότε η νέα αυτή δουλειά έρχεται για να φέρει το οριστικό διαζύγιο.
     Το "MGMT" απομακρύνεται ηχητικά από την παραδοσιακή late 60's-early 70's ψυχεδέλεια που κυριαρχούσε στα δύο πρώτα albums και ακολουθεί μια πιο ηλεκτρονική κατεύθυνση, που πλησιάζει το νεο-ψυχεδελικό ήχο των γειτονικών (μουσικά και γεωγραφικά) Animal Collective. Παράλληλα, αποτινάσσει αποφασιστικά κάθε pop υποψία που μπορεί να είχε ξεμείνει από το ντεμπούτο και βουτάει με τα μούτρα στην ψυχεδέλεια. Ο δίσκος δεν είναι παρά ένα ατελείωτο τριπάρισμα, είναι μακράν ό,τι πιο χαοτικά ψυχεδελικό έχουν δημιουργήσει μέχρι τώρα.
     Αυτό φυσικά από μόνο του δεν ενοχλεί. Το Indiego Sound ανήκει σε αυτούς τους λίγους που είδαν θετικά την αντιεμπορική στροφή που έκανε το συγκρότημα με το δύσκολο "Congratulations". Μπορεί να μην είχε την ακαταμάχητη tracklist του "Oracular Spectacular", ωστόσο ήταν εκλεπτυσμένο και ουσιαστικό άκουσμα.
     Το πρόβλημα με το νέο album, όμως, είναι ότι το ψυχεδελικό ταξίδι δε συνοδεύεται από αρκετά καλές συνθέσεις. Περίπου το 1/3 του album είναι για πέταμα, ενώ τα άλλα 2/3 είναι γεμάτα από χρυσές μετριότητες. Κομμάτια που κάποιες φορές παρουσιάζουν ωραίες ιδέες, αλλά δεν καταφέρνουν να τις βάλουν σε μια τάξη ώστε να βγει κάτι μεστό και συνεκτικό (βλέπε Alien Days). Ή, στη χειρότερη περίπτωση, τις καταστρέφουν υποπέφτοντας σε ηχητικές κακογουστιές ("Plenty Of Girls In The Sea"). Και τελικά, για πρώτη φορά στη μέχρι τώρα πορεία των MGMT, η ψυχεδέλεια ανάγεται σε ηχητική κουρτίνα που καλύπτει τις συνθετικές αδυναμίες.
     Είναι αναμφίβολα προς τιμήν του συγκροτήματος το γεγονός ότι η επυτυχία δεν τους φούσκωσε τα μυαλά και παρέμειναν πιστοί στην καλλιτεχνική τους υπόσταση. Ωστόσο, αυτή τη φορά φαίνεται ότι δεν υπήρχε το απαιτούμενο καλό υλικό ώστε να υποστηρίξει πλήρως έναν τέτοιο πειραματισμό. Ας ελπίσουμε ότι το κοινό -τουλάχιστον ένα υπολογίσιμο κομμάτι του- θα έχει την απαραίτητη υπομονή για να μείνει μαζί τους ακόμα και μετά από αυτό το μέτριο album.

Βαθμολογία:  6½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν:
Alien Days
, Mystery Disease , Introspection , I Love You Too, Death

13.9.13

Janelle Monáe - The Electric Lady

Είδος:  Pop  /  Soul  /  R&B
Κυκλοφορεί:  9 Σεπτεμβρίου 2013


   Λίγο το ότι είμαστε στην Ευρώπη, λίγο το ότι έχουμε αδυναμία στη rock και τα διάφορα παρακλάδια της, η αλήθεια είναι ότι το Indiego Sound δεν παρουσιάζει συχνά δίσκους από μαύρους καλλιτέχνες. Όταν το κάνει όμως, πρόκειται συνήθως για εξαιρετικά δείγματα γραφής. Τέτοια ήταν τα περσινά albums του Kendrick Lamar και του Frank Ocean, τέτοιο είναι και το φετινό της Janelle Monáe. Κυρίες και κύριοι, σήμερα το Indiego Sound παρουσιάζει τον καλύτερο pop δίσκο από μαύρο καλλιτέχνη για το 2013!
     Η Janelle Monáe δεν είναι χθεσινή. Συνεργάστηκε το 2006 με τους Outkast στο album "Idlewild", ενώ λίγο αργότερα ξεκίνησε να κυκλοφορεί μια σειρά από suites, τα οποία υπάγονται σε ένα ευρύτερο concept που αναφέρεται στην εμβληματική φουτουριστική ταινία "Metropolis" του Fritz Lang (1927). Το πρώτο suite κυκλοφόρησε ως EP το 2007. Το δεύτερο και το τρίτο suite μαζί αποτέλεσαν το κα-τα-πλη-κτι-κό ντεμπούτο της το 2010, έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς του. Το τέταρτο και το πέμπτο βρίσκονται στο παρόν album, ενώ το έκτο και το έβδομο (και τελευταία) θα βρίσκονται λογικά στο επόμενο. Βέβαια, τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα την απέκτησε όταν συνεργάστηκε με τους Fun. στο περίφημο We Are Young.
     Το πιο απίθανο με τη  Janelle Monáe είναι το γεγονός ότι προσεγγίζει τη μουσική the mainstream way, αλλά εισάγει μια μουσικότητα και μια ποιότητα που στέλνει αδιάβαστους τους περισσότερους "εναλλακτικούς" καλλιτέχνες εκεί έξω, καθώς και όλους όσοι θεωρούν ότι δε μπορεί να γεννηθεί καλή μουσική στα major labels. Όπως και το προηγούμενο, έτσι και αυτό εδώ το album είναι μια υπερπαραγωγή, στη δημιουργία της οποίας συμμετείχε ένας ολόκληρος στρατός από μουσικούς, παραγωγούς και featured artists. Είναι ένας δίσκος δουλεμένος στην εντέλεια, με παραγωγή γυαλισμένη σπιθαμή προς σπιθαμή και με ήχο που θα φανεί οικείος στους fans της εμπορικής R&B. Παρόλα αυτά, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το 95% της mainstream σκηνής: μιλώντας στη γλώσσα τους, δίνει μια ποιοτική διάσταση και μια ουσία σπάνια για το είδος.
     Η Janelle Monáe είναι ένα υπέροχα χαρισματικό πλάσμα. Συνδυάζει την ενέργεια του James Brown, τη σπιρτάδα του Prince, την αίγλη της Shirley Bassey και τα φωνητικά προσόντα της Beyonce, χωρίς να ξεπερνάει σε ταλέντο κανέναν από τους τέσσερις. Η μουσική της, μια μίξη από pop, soul και R&B, ξεχειλίζει από φαντασία και πανέξυπνες ιδέες, που πατάνε σε σωστές, "μαύρες" βάσεις. Τα κομμάτια της είναι γεμάτα μελωδικότητα και ρυθμό, έχουν εκπληκτικές ενορχηστρώσεις και περισσότερο απ' όλα έχουν ανεξάντλητη ενέργεια Ειλικρινά, είναι πολύ σπάνιο πλέον να βγαίνει καλή μουσική που να σε εμπνέει για χορό - και αυτή εδώ δεν το εμπνέει απλώς, αλλά το επιβάλλει. Κάτι το οποίο η πολυτάλαντη Janelle αναδεικνύει έξοχα με το χορό της στις εντυπωσιακές ζωντανές της εμφανίσεις.
     Το "The Electric Lady" είναι εμφανώς πιο pop oriented από το προηγούμενο album, όπου οι soul πτυχές του ήχου της είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα. Μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκεται μουσικά ένα κλικ χαμηλότερα (μισό βαθμό, αν μιλήσουμε με βαθμολογικούς όρους). Ωστόσο, συνήθως αυτό δεν ενοχλεί, γιατί γίνεται με μέτρο και προσοχή. Τα ορχηστρικά overtures που ανοίγουν κάθε suite παραμένουν φανταστικά, ενώ τα solo της κιθάρας που ξεπετάγονται σε ανύποπτο χρόνο μέσα στις συνθέσεις είναι σκέτο θαύμα. Σε κάποια (λίγα) σημεία ο δίσκος πλησιάζει επικίνδυνα τον χοντροκομμένο εμπορικό ήχο, αλλά ξεγλιστράει την τελευταία στιγμή. Το γεγονός ότι τα κομμάτια είναι τόσο, μα τόσο εθιστικά, τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις και αποσπά την προσοχή από τα ηχητικά ατοπήματα.
     Με άλλα λόγια, η "εμπορική" pop δύσκολα γίνεται καλύτερη από αυτήν της Janelle Monáe. Πρόκειται για μια άψογη τραγουδοποιό, ερμηνεύτρια και χορεύτρια, και ξεκάθαρα για μια γυναίκα φαινόμενο, η οποία αν έκανε καριέρα πριν από 30 χρόνια θα ήταν superstar. Το "The Electric Lady" είναι από τους δίσκους που δεν πρέπει να χάσει κανείς.

Βαθμολογία:  8

Κομμάτια που ξεχωρίζουν:  
Givin' Em What They Love
, Electric Lady , We Were Rock & Roll , Dance Apocalyptic , Ghetto Woman
>>> Full Album

11.9.13

The Weeknd - Kiss Land

Είδος:  R&B
Κυκλοφορεί:  9 Σεπτεμβρίου 2013


     Θα είμαστε σύντομοι. Από την πρώτη επαφή με τον The Weeknd με τα τρία του περίφημα mixtapes του 2011 (ενιαίο review και για τα τρία υπάρχει εδώ) που έκαναν πολλούς κριτικούς να παραληρούν, το Indiego Sound είχε ξεκαθαρίσει ότι τον θεωρεί υπερτιμημένο. Μπορεί το πρώτο mixtape ("House of Balloons") να είχε ενα ενδιαφέρον, το οποίο σχετιζόταν κυρίως με τον ηλεκτρονικό ήχο και την αισθητική του, ωστόσο τα δύο που ακολούθησαν ήταν εντελώς μέτρια.
     Στην πρώτη αυτή "ολοκληρωμένη" δουλειά, ο Καναδός πέφτει από το κακό στο χειρότερο. Ο ήχος γεμίζει ασφυκτικά πολύ, η κατεύθυνση γίνεται πιο εμπορική, οι συνθέσεις και οι στίχοι υποβαθμίζονται κι άλλο, τα κλαψιάρικα φωνητικά (κακέκτυπο του Michael Jackson στις μπαλάντες του) επαναλαμβάνονται σε βαθμό κουραστικό, ενώ η αισθητική είναι τόσο χοντροκομμένη, που κινδυνεύει να μπει στο ίδιο σακί με την τραγική mainstream R&B που κυριαρχεί κατά 90% στο είδος. Και σαν να μην έφταναν αυτά, δεν υπάρχει ένα, ΕΝΑ καλό κομμάτι για να πιαστείς από κάπου, να αντλήσεις μια στοιχειώδη απόλαυση από το άκουσμα. Πού είναι ο καλλιτέχνης που ακολούθησε την ανεξάρτητη οδό και υποτίθεται ότι θα αποτελούσε το μέλλον της μαύρης μουσικής;
     Η "απογοήτευση" του "Kiss Land" δεν θα έπρεπε να εκπλήξει κανέναν. Είναι η αναμενόμενη απομυθοποίηση ενός εξαρχής υπερτιμημένου καλλιτέχνη. Σχεδόν ανυπόφορο.

Βαθμολογία:  4

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Professional
, Belong To The World , Kiss Land

9.9.13

Babyshambles - Sequel To The Prequel

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  2 Σεπτεμβρίου 2013


   Ο δίσκος με τον οποίο ασχολείται σήμερα το Indiego Sound είναι ένας δίσκος που αδικείται πραγματικά. Η επιστροφή του Pete Doherty με τους Babyshambles, μετά από έξι ολόκληρα χρόνια απουσίας, βρίσκει τη μπάντα πιστή λίγο πολύ στο ύφος της, πλην, όμως, σε μια εποχή που αυτό το ύφος αυτό θεωρείται παρωχημένο.
     Το "Sequel To The Prequel" είναι δίσκος περιορισμένης δυναμικής, αλλά ξεχειλίζει από αυθεντικότητα, όπως όλες οι δουλειές του Pete Doherty. Είναι πλούσιο σε όμορφα κομμάτια με γνήσιες μελωδίες, από αυτές που είναι προσβάσιμες χωρίς να είναι ευτελείς. Είναι μουσικά απλοϊκό, αλλά αξιαγάπητο μέσα στην απλότητά του. Είναι γλυκό, ρομαντικό και νοσταλγικό. Καμιά φορά σαχλό, κυρίως λόγω στίχων ("Really don't like your boyfriend's face / and I am going to try and take his place"), αλλά αρκετά στιβαρό μουσικά για να του το συγχωρέσεις. Καμιά φορά πειραματίζεται με διαφορετικούς ήχους ("Dr. No"), αλλά παραμένει πιστό στην αισθητική του κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση που καθορίζεται κυρίως από τις πιο-Βρετανικές-πεθαίνεις ρίζες του Doherty, αλλά διέπεται και από τον αέρα της Γαλλίας, όπου πέρασε αρκετό διάστημα.
     Το νέο album των Babyshambles μπορεί να μην ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά λειτουργεί θαυμάσια στο περιορισμένο του πλαίσιο. Είναι από τα albums που δε μπαίνουν στην πρώτη γραμμή, αλλά δεν σε αφήνουν να τα αφήσεις εύκολα. Και φυσικά εάν είχε κυκλοφορήσει πριν 5-6 χρόνια, όταν ο ήχος του δεν είχε προλάβει να γίνει "πασέ", θα μάζευε το ένα τετράστερο μετά το άλλο.

Βαθμολογία:  7

Κομμάτια που ξεχωρίζουν:
Fireman , Nothing Comes To Nothing , Maybelline , Picture Me In A Hospital

7.9.13

Arctic Monkeys - AM

Είδος:  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  9 Σεπτεμβρίου 2013


     Όλα ξεκίνησαν το 2009. Ήταν η χρονιά που οι Arctic Monkeys, μετά από 2 υπέρ επιτυχημένα albums, κυκλοφόρησαν το "Humbug". Ένα δίσκο εντελώς διαφορετικό από τους προηγούμενους, για τον οποίο οι ανά την υφήλιο μουσικογραφιάδες επεσήμαιναν ότι είναι μεν ο πιο αδύναμος της μπάντας, όμως ανοίγει ορίζοντες για νέες κατευθύνσεις. Ήταν η φιλία και η συνεργασία με τον Josh Homme αυτή που καθόρισε το νέο, "αμερικάνικο" ήχο της μπάντας σε εκείνο το δίσκο. Λίγο η επίσκεψη στην έρημο, λίγο η μετακόμιση στο L.A., λίγο η ενηλικίωση και η ωρίμανση, οι Monkeys άρχισαν να απομακρύνονται από τον πρώιμο ήχο τους. Το κοινό, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε πολύ θετικά σ' αυτή την αλλαγή.
     Στο Suck It And See του 2011, ο Alex Turner προσπάθησε να χωρέσει μέσα σε ένα album κάτι απ' όλες τις μέχρι τότε μουσικές κατευθύνσεις του συγκροτήματος. Η συνύπαρξη της Αγγλίας και της Αμερικής ανέδειξε νικήτρια την Αγγλία, καθώς τα κομμάτια που επέμεναν στο νέο ήχο που εισήγαγε το "Humbug", με βασικό το πρώτο single "Don't Sit Down Cause I've Moved Your Chair", δεν είχαν και την καλύτερη πορεία. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί επιμένουν στον ήχο αυτό, εφόσον δεν τους "κάθεται". Ο δίσκος (αν και καλός) απογοήτευσε τους περισσότερους, τα singles είχαν μέτρια πορεία, όμως το κοινό δεν έχασε τις προσδοκίες του.
     Και τότε, αρχές του 2012, πριν καν κλείσει χρόνος από την κυκλοφορία του album, σκάει το ανέλπιστα καλό R U Mine?. Ήταν η πρώτη φορά που ο αμερικάνικος ήχος λειτούργησε και το αποτέλεσμα ήταν το καλύτερό τους single, από το "Teddy Picker" του 2007 και μετά. Χάρη στο σωτήριο αυτό single, οι Arctic Monkeys άρχισαν να ανακτούν το χαμένο hype τους, έγιναν αρκετά πιο γνωστοί, απέκτησαν τεράστιο airplay ακόμα και στο ελληνικό ραδιόφωνο και φυσικά πήραν ένα σαφές μήνυμα για το πώς θέλει ο κόσμος τη μουσική τους. Έτσι, δήλωσαν ότι πάνω σ' αυτό το κομμάτι θα βασιστεί ο επόμενος δίσκος.
     Φυσικά, αυτή η εκτίναξη της mainstream δημοσιότητας είχε και τις παρενέργειές της. Είδαμε έναν μέχρι πρότινος σεμνό Alex Turner να αλλάζει και να αποκτά το star attitude ενός μεγάλου rock 'n' roll frontman. Να προβαίνει σε δηλώσεις-κράχτες στο NME για να τραβήξει την προσοχή, να εμφανίζεται στις συνεντεύξεις με γυαλιά ηλίου και να χτενίζει το τσουλούφι του πάνω στη σκηνή. Και το ερώτημα ήταν το εξής: μπορεί όλο αυτό το στιλάκι να συμβαδίσει με την καλή μουσική;
     Η απάντηση έρχεται με το νέο τους δημιούργημα και είναι καταφατική. Το "AM", χωρίς να αποτελεί το αριστούργημα της δεκαετίας όπως ισχυρίζεται το NME δίνοντάς του το σκανδαλωδώς υπερβολικό και σπάνιο 10/10, είναι ένα album που βρίσκει τους Arctic Monkeys ξανά σε φόρμα, μετά από χρόνια. Όχι μόνο από πλευράς δημιουργικότητας (αυτή δεν την έχασαν ποτέ), αλλά και σε επίπεδο καλώς εννοούμενης εμπορικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο πρώτα κομμάτια και singles, Do I Wanna Know? και "R U Mine?" είναι καλύτερα από όλα τα κομμάτια των δύο προηγούμενων albums αθροιστικά! Είναι και τα δυο τους κομμάτια που θα συναντάμε σε μελλοντικά αφιερώματα με τα καλύτερα της μπάντας και ενδεχομένως και της δεκαετίας που διανύουμε.
     Βέβαια, θα αδικούσαμε το δίσκο εάν δεν αναφέραμε ότι πέρα από αυτά τα δυο διαμάντια, περιέχει σχεδόν μόνο καλά τραγούδια. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Mad Sounds, μια γλυκιά pop/rock μπαλάντα που πατάει με το ένα πόδι στους Velvet Underground και με το άλλο στο "Cornerstone" από το "Humbug" (που εντελώς προφητικά, αποδείχθηκε ότι όντως αποτέλεσε...ακρογωνιαίο λίθο για μια βασική πτυχή του ήχου της μπάντας). Ή το No. 1 Party Anthem, την άλλη μπαλάντα του δίσκου, που παραπέμπει σε early 70's και θυμίζει και τα κομμάτια του Alex Turner για το soundtrack του "Submarine" (2011). Πόσα συγκροτήματα έχουν καταφέρει να πλησιάσουν τόσο καλά τον retro αυτόν ήχο;
     Και τα αξιόλογα κομμάτια δε σταματούν εδώ. Στο Why'd You Only Call Me When You're High, υπάρχει το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πειραματισμού της μπάντας με τα hip hop beats του Dr. Dre, κάτι που φαινόταν αρχικά τρομακτικό σαν προοπτική, αλλά τελικά δεν ακούγεται καθόλου άσχημο. Και όντως, ο ρυθμός σε συνδυασμό με τη μελωδία του μπάσου δεν απέχει πολύ από αυτόν του "The Real Slim Shady" του Eminem, σε παραγωγή Dr. Dre. Στις βαριές κιθάρες του Arabella, από την άλλη, φαίνεται καλύτερα από οπουδήποτε η επιρροή από Black Sabbath, ενώ τα επίσης δυνατά One For The Road και Knee Socks με τη συμμετοχή του Josh Homme υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά την αλληλεπίδραση μεταξύ Arctic Monkeys και Queens of The Stone Age (κάτι βέβαια που φάνηκε και στο πρόσφατο album των τελευταίων - οι δυο μπάντες συμπορεύονται σε κοινό ηχητικό κανάλι και κατ' αυτόν τον τρόπο επωφελούνται η μια από την άλλη. Μόνο τυχαίο δεν είναι που οι τελευταίοι πήγαν για πρώτη φορά στο no1 φέτος). Τα falsettos των Matt Helders και Nick O' Malley στο background των περισσότερων κομματιών, βέβαια, παραπέμπουν και σε Black Keys, οι οποίοι μαζί με τους Arctic Monkeys σχεδόν μονοπωλούν το σύγχρονο εμπορικό rock ήχο. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το εξαιρετικό Fireside, που χάρη στην κιθάρα του Bill Ryder-Jones των The Coral και το παιχνιδιάρικο groove στα drums, προσφέρει κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει από τους Βρετανούς και θα μπορούσε να δείξει το δρόμο για το μελλοντικό τους ήχο.
     Αν, πάντως, από το μέχρι τώρα κείμενο φάνηκε ότι τα πάντα στο "ΑΜ" είναι ρόδινα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Το συγκρότημα είχε την "ατυχία" να κυκλοφορήσει δύο άπαιχτες πρώτες δουλειές και αναπόφευκτα, όλες οι επόμενες θα συγκρίνονται με αυτά τα standards. Είναι γνωστό ότι οι Arctic Monkeys των 2010's δεν είναι αυτοί που γνωρίσαμε στα 2000's. Ωστόσο, όσο περνάνε τα χρόνια και ο ήχος τους ωριμάζει, τόσο περισσότερο το Indiego Sound αναπολεί την άγουρη μετεφηβική σπιρτάδα που είχαν στις αρχές. Αυτή τη βραχνάδα στη φωνή του Alex Turner που ταυτίστηκε με τη μοντέρνα indie rock όσο καμία. Αυτά τα αποψάτα guitar riffs, τα γκαζωμένα drums που γέμιζαν τόσο έξυπνα τον ήχο και το μπάσο που είχε τότε κεντρικό (και όχι συνοδευτικό) ρόλο στις συνθέσεις. Διότι δεν είναι μόνο συναισθηματικό το ζήτημα, είναι και μουσικό. Ένας βασικός λόγος που πολλοί από εμάς, άλλοι εν γνώσει τους και άλλοι όχι, εθιστήκαμε στη μουσική τους με το ντεμπούτο τους, είναι οι σοφές, ασύλληπτα εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις, που αξιοποιούσαν την τετράδα κιθάρα-κιθάρα-μπάσο-drums στα όριά της και ανέβαζαν τα (κατά τ' άλλα απλοϊκά) κομμάτια όσο δεν πάει. Αυτό είναι που δεν είχαν πιάσει τότε οι (ευτυχώς λίγοι) κριτικοί που άκουσαν το ντεμπούτο επιπόλαια και το θεώρησαν μονοδιάστατο και υπερτιμημένο. Ε, για να μην μακρηγορούμε (λες και δεν έχουμε ήδη μακρηγορήσει) εδώ οι ενορχηστρώσεις είναι υποτυπώδεις, αδιάφορες. Οι κιθάρες σε αρκετά σημεία είναι σπρωγμένες στον πάτο από τους παραγωγούς James Ford και Ross Orton, τα τύμπανα εμφανίζονται συνήθως υπεραπλουστευμένα, ενώ οι μπασογραμμές είναι μάλλον ρουτινιάρικες.
     Η όλη ουσία του "ΑΜ" είναι, εντελώς ειρωνικά, κρυμμένη στο φαινομενικά άκυρο εξώφυλλό του. Το "ΑΜ" είναι προφανώς η συντομογραφία του "Arctic Monkeys", κατά το VU των Velvet Underground. Εκτός από αυτό όμως, αναφέρεται και στα ραδιοφωνικά κύματα των AM, καθώς η απεικόνιση του εξωφύλλου είναι η λεγόμενη "διαμόρφωση πλάτους" (Amplitude Modulation) ενός σήματος. Και τα ΑΜ με τη σειρά τους συμβολίζουν περασμένες εποχές. Τα πρώτα χρόνια της rock ίσως, τότε που τα ραδιόφωνα εξέπεμπαν σε ΑΜ και αποτελούσαν τη μοναδική επαφή με νέα μουσική για εκατομμύρια κόσμο. Διότι το "ΑΜ" είναι ένας δίσκος retro, από μια μπάντα που έχει καταφέρει να επιβάλλει τον ήχο της, χωρίς ουσιαστικά να έχει γεννήσει κάτι καινούριο. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Arctic Monkeys είναι οι μοναδικοί από τις βρετανικές indie rock μπάντες των 00's που συνεχίζουν να έχουν μέχρι και σήμερα ανοδική πορεία.

Βαθμολογία:  8½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Do I Wanna Know?
, R U Mine? , Mad Sounds , Fireside

3.9.13

Volcano Choir - Repave

Είδος:  Indie Folk  /  Indie Rock
Κυκλοφορεί:  2 Σεπτεμβρίου 2013


    Το Indiego Sound θα είναι αυστηρό με το δεύτερο αυτό album των Volcano Choir, του side project, δηλαδή, του Justin Vernon από τους Bon Iver. Και θα είναι αυστηρό, διότι μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου, έχει προηγηθεί αυτό εδώ το διαμάντι. Ο δεύτερος δίσκος των Bon Iver είχε καταφέρει να επεκτείνει τα όρια της folk όσο κανένας άλλος, εισάγωντας στην ενορχήστρωση κρουστά από άλλα είδη μουσικής, αλλά και μια τεράστια ποικιλία από όργανα. Και όλα αυτά με άπαιχτες συνθέσεις, αλλά και συναισθηματική εγγύτητα.
     Το "Repave" τοποθετείται ηχητικά πιο κοντά στο album αυτό, παρά στο ντεμπούτο των Volcano Choir. Πλην, όμως, με πολύ πιο λιτή ενορχήστρωση. Οι ακουστικές κιθάρες παρέχουν τα folk θεμέλια, πάνω στα οποία ο Vernon και η μπάντα του χτίζουν. Οι ιδέες που ξεφυτρώνουν στα τραγούδια τους δεν είναι λίγες: drums παρμένα από τη rock, synths που παραπέμπουν σε electronica, pop μελωδίες και φωνητικά που εναλλάσονται ανάμεσα σε ψεύτικες του Vernon, κανονικές του Vernon (περισσότερο από κάθε άλλη φορά), αλλά και τραγούδι από όλη τη μπάντα.
     Το "Repave" διατηρεί την ποιότητα  που διακρίνει κάθε δουλειά του βασικού του δημιουργού, ο οποίος μοιάζει να έχει το άγγιγμα του Μίδα - φαντάζει απίθανο να παράξει ποτέ κάτι κακό. Έχει τη ζεστασιά, την ατμόσφαιρα και την αισθητική που αγαπήσαμε σ' αυτόν. Έχει πολλά καλά τραγούδια (με πρώτο και καλύτερο το Byegone). Έχει τη γνησιότητα ενός προϊόντος έμπνευσης και όχι αντιγραφής ή ανούσιας αναβίωσης.
     Το σημείο στο οποίο χάνει ο Vernon το παιχνίδι είναι η σύγκριση με το ιδιο του το παρελθόν. Το να κυκλοφορείς δύο συνεχόμενα αριστουργήματα (ως Bon Iver) μπορεί να αποτελέσει δίκοπο μαχαίρι. Ένα κοινό καλομαθημένο λειτουργεί σχεδόν εκβιαστικά για το δημιουργό, περιμένοντας πάντα κάτι αντίστοιχο. Έτσι, αναπόφευκτα το "Repave" υστερεί στη σύγκριση. Δεν έχει ούτε την ψυχή του "For Emma", ούτε την ιδιοφυΐα του ήχου του "Bon Iver, Bon Iver". Οι συνθέσεις είναι ένα κλικ πιο κάτω, ενώ τα κομμάτια σε ορισμένα σημεία αναπτύσσονται κάπως άτσαλα και φλερτάρουν επικίνδυνα με τη φλυαρία.
     Παρόλα αυτά, το "Repave" είναι τόσο καλύτερο από το μέσο album των ημερών μας, που εύκολα ξεχωρίζει. Είναι μια αξιόλογη προσθήκη στον κατάλογο ενός πολύτιμου καλλιτέχνη, αυτοπαγιδευμένου στην τελειότητά του.

Βαθμολογία:  7½

Κομμάτια που ξεχωρίζουν: 
Tiderays
, Comrade , Byegone